- Ινδοκινέζος
- οθηλ. -έζα ο κάτοικος της Ινδοκίνας
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Ινδοκινέζος — ο, θηλ. έζα ο κάτοικος τής Ινδοκίνας ή αυτός που κατάγεται από αυτήν … Dictionary of Greek
Ινδοσίνης — ὁ ο κάτοικος τής Ινδοκίνας, ο Ινδοκινέζος … Dictionary of Greek